ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΥΠΟΚΟΣΜΟ… Σήμερα περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι μου οι μαύρες λιμουζίνες των ελεγκτών τού λεγόμενου Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κι εγώ έκλεινα τις κουρτίνες μήπως τυχόν και κάποιος από την ασφάλειά τους, που τσεκάρει την περίμετρο, δει με τα κιάλια του μέσα από το παράθυρό μου και ανακαλύψουν ότι στον τοίχο μου έχω πορτραίτα ρομαντικών συγγραφέων του προηγούμενου αιώνα, ένα σπαθί Σαρακηνού πειρατή, ψυχεδελικές εικόνες από το 2001: Οδύσσεια του Διαστήματος, φωτογραφίες του Lon Chaney (ποιος είναι αυτός;) από το χαμένο London After Midnight, και του Salvator Dali («Ποια είναι η γνώμη σας για τα ναρκωτικά;» τον ρωτούσαν, «Τα ναρκωτικά;;; Εγώ είμαι τα ναρκωτικά!!!» έλεγε), και κάτι κέλτικες άρπες των Βάρδων και κάτι παράξενες μάσκες θεοτήτων από την Πολυνησία, γιατί θα με καταλάβουν ότι δεν ενδιαφέρομαι για τα δελτία ειδήσεων που στήνουν για όλους μας και –φαντάζομαι– θα με συλλάβουν ή θα με φορολογήσουν ακριβότερα.
Προχθές ο θυρωρός μού έφερνε πάλι λογαριασμούς όλων των ειδών (θεωρεί ότι κάνω συλλογή), κι εγώ, καθώς άνοιγα την πόρτα μόνο μια χαραμάδα, πίσω της προσπαθούσα με το πόδι μου να κρατήσω όλα τα ξωτικά και τα γκόμπλινς μέσα στη ντουλάπα του διαδρόμου, γιατί θέλανε να βγούνε και να τον φάνε. Συνέχεια τους εξηγώ ότι μπορούν να τρώνε μόνο τους λογαριασμούς, αλλά δεν καταλαβαίνουν!
Οι τράπεζες με παίρνουν συνέχεια τηλέφωνο, (αυτή τη δουλειά κάνουν οι άνθρωποι, είναι τηλεφωνήτριες, ξοδεύουν τα λεφτά του κοσμάκη στα τηλέφωνα –αλλά θα μου πεις οι τηλεφωνικές εταιρίες πάλι σ’ αυτούς τα δίνουν), κι εγώ δεν το σηκώνω γιατί θα ακούσουν από το ακουστικό τις μουσικές από Theremin και τα χαβανέζικα, τις ντανταϊστικές ηχογραφήσεις και τους παραμορφωμένους δρυοκολάπτες του Luc Ferrari, για να μη μιλήσω και για τη Diamanda Gallas («Ο Εαυτόν Τιμωρούμενος»), κ.ά., που ακούγονται από τα ηχεία του ταλαίπωρου στερεοφωνικού μου.
Παλιά το σήκωνα το τηλέφωνο, αλλά μόλις ακούγανε αυτά τα παράξενα πράγματα από το βάθος, άκουγα τις τηλεφωνήτριες να συνεννοούνται και να λένε πράγματα του στυλ: «Βρήκαμε κι άλλον, είναι περίπτωση Χ-16, φώναξε την προϊσταμένη…» και άλλα τέτοια συνθηματικά, και καταλάβαινα ότι με σημειώνανε ως αναξιόπιστο (οι δημόσιοι υπάλληλοι, απ’ όσο ξέρω, είναι οι πιο αξιόπιστοι), και ως «εκκεντρικό», δηλαδή ως περίπτωση που δεν μπορούν να χειριστούν τα κεντρικά τους, και με βάζανε στη λίστα για περαιτέρω συνεχείς ενοχλήσεις όλων των ειδών από μισθοφόρους, (η νέα τους εφεύρεση είναι τα μη-επανδρωμένα τηλεκατευθυνόμενα σκάφη που έρχονται έξω από το παράθυρό σου και φωνάζουν ηχογραφημένα μηνύματα με τηλεβόα:
«Το μήνυμα αυτό απευθύνεται….κλπ…κλπ…» Γι’ αυτό ας παίρνουν όσα τηλέφωνα θέλουν, εγώ δεν το σηκώνω, (αλλά δεν το ακούω κιόλας κάτω από τους παραμορφωμένους δρυοκολάπτες).
Ο φίλος μου ο Μάρκος (μέγας συνωμοσιολόγος) με συμβούλεψε τα απογεύματα να ανοίγω την τηλεόραση με τον ήχο στο τέρμα, για να ακούνε οι γείτονες τις ειδήσεις και να νομίζουνε ότι είμαι νορμάλ. (O Μάρκος όντως έχει δίκιο, το κόλπο δουλεύει, με βλέπουν στον δρόμο και με χαιρετούν σαν να μην είμαι αόρατος εξωγήινος). Κι έτσι αποφεύγω να με καρφώσουνε στην κυβέρνηση ότι δεν της δίνω σημασία.
(Ο Μάρκος λέει ότι αυτά τα πράγματα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, κι έτσι φτάνουν από τη γειτονιά μέχρι τις αρμόδιες υπηρεσίες).
Εδώ και λίγο καιρό που το κάνω αυτό τα απογεύματα, είμαι βέβαιος ότι ο τύπος που λέει τις ειδήσεις στην τηλεόραση έχει τρόπο και βλέπει μέσα στο σπίτι. Μιλάμε για αμφίδρομη παρακολούθηση, τον βλέπεις εσύ στην τηλεόραση αλλά σε βλέπει κι αυτός από την τηλεόραση.
Προχθές καθόμασταν με τον Μάρκο και πειραματιζόμασταν την ώρα που ο τύπος λέει τις ειδήσεις: ανοίγαμε ένα βιβλίο και μάς κοιτούσε αυστηρά. Κλείναμε το βιβλίο και χαμογελούσε. Ανοίγαμε το βιβλίο και ξερόβηχε. Κλείναμε το βιβλίο και κουνούσε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του ευχαριστημένος. Πηγαίναμε να γελάσουμε με την κατάσταση, κι εκείνος αμέσως άρχιζε να μάς δείχνει κηδείες και γυναίκες που κλαίνε και νοσοκομεία κλπ κλπ. Πήγαινα να πατήσω το κουμπί να κλείσω την τηλεόραση και ο τηλεπαρουσιαστής έβγαζε άλλους τέσσερις τύπους σε παράθυρα που με κοιτούσαν και φώναζαν όλοι μαζί!
Ο Μάρκος μού είπε καλύτερα να μη μιλάμε γιατί ήταν σίγουρος ότι μάς άκουγαν κιόλας, και μου έφερε ένα σημειωματάριο, στο οποίο γράφουμε ό,τι έχουμε να πούμε και σχίζουμε σελίδες και τις δίνουμε ο ένας στον άλλον, κι ο Μάρκος μού είπε να διπλώνουμε τα χαρτιά όταν τα δίνουμε, για να μη διαβάζουν τι γράφουμε οι άνθρωποι από την τηλεόραση, και, πραγματικά, όταν πήγαινα να του δώσω το χαρτί με αυτό που ήθελα να του πω, ο τηλεπαρουσιαστής ήταν σαν να έσκυβε από την οθόνη για να δει τι έγραφα!
Ευτυχώς που έχω και μερικούς φίλους που ξέρουν από αυτά τα πράγματα και καταλαβαινόμαστε…
Καθώς η χώρα ολόκληρη είναι βυθισμένη στη μιζέρια, στα βογκητά και στη γκρίνια, στη μαυρίλα και στην απελπισία, υπακούοντας τις υπνωτιστικές εντολές που εκπέμπονται από τηλεοράσεις, ραδιόφωνα κι εφημερίδες, εγώ έχω μία καταπακτή κάτω από το κρεβάτι μου, στο πάτωμα, όπου κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν πηγαίνει, κανείς δεν ξέρει. Ανοίγω την καταπακτή και βγαίνει φως από εκεί κάτω, είναι το φως που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο, το φως του κόσμου, το φως που κινδυνεύει να σβήσει, αλλά ευτυχώς που μερικοί από εμάς το φυγαδεύουμε και το προστατεύουμε, και ίσως θα συνεχίσει έτσι να υπάρχει (γι’ αυτούς που δεν θα καταλήξουν να το απεχθάνονται, ή που δεν θα το προδώσουν για να μην τους μειώσουν τη σύνταξη για να πεθάνουν ευτυχισμένοι συνταξιούχοι).
Για εμάς υπάρχει ακόμη η ποίηση, η καλή μουσική, η εξερεύνηση του Αγνώστου, η μεταφυσική φιλοσοφία, η Περιπέτεια, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, το Σύμπαν, η φιλία, ο έρωτας, η εντομολογία, τα φεγγάρια του Δία, η φαντασία, τα παιχνίδια, η δικαιοσύνη κι η καλοσύνη, οι παράξενες αναζητήσεις, τα πειράματα, οι εναλλακτικές οπτικές των πραγμάτων.
Οι εναλλακτικές οπτικές των πραγμάτων;; Τί απέγιναν αυτές;; Τι συνέβη και ξαφνικά όλοι σκέφτονται τα ίδια;; Γιατί λειτουργούν όλοι με τον ίδιο τρόπο; Τι απέγιναν οι εναλλακτικές λειτουργίες; Η εναλλακτική σκέψη! Η εναλλακτική φιλοσοφία, η εναλλακτική προσέγγιση της πραγματικότητας! Τι απέγινε η Αντι-Κουλτούρα (The Counter-Culture) μας? Πώς εισέβαλλε έτσι σε όλα τα μυαλά η τεχνητή οικονομική κρίση, η κρίση των ιδεών, η κρίση των κρίσεων, και το τάδε και το δείνα πρόβλημα του κράτους;
Σήμερα που έβγαινα από το σπίτι κρατούσα κάτι παράξενα περιοδικά (τεύχη του Strange), και μάλλον τράβηξα την προσοχή επειδή δεν ήμουν σκυθρωπός και βιαστικός, που-και-που κοιτούσα τον ουρανό και όχι συνέχεια το πεζοδρόμιο, και δεν σταμάτησα να κοιτάξω τα πρωτοσέλιδα των κρεμασμένων εφημερίδων όταν έπρεπε. Δύο μαυροντυμένοι τύποι άρχισαν να με ακολουθούν. Ήταν άνθρωποι της Υ.Δ.Ο. (Υπηρεσία Διώξεως Ονειροπόλων). Σε μια γωνία με σταμάτησαν άγρια και άρχισαν τις ερωτήσεις:
«Σας αρέσει ο Ρεμπώ;» είπε ο ένας. «Ε, χμ, ναι, ίσως, μερικές φορές», είπα, ήξερα ότι έπρεπε να απαντήσω «ποιος είναι αυτός;» αλλά δεν ήθελα και να αρνηθώ και τον Ρεμπώ εδώ που καταντήσαμε.
«Πώς σάς φαίνεται το ότι παράτησε την ποίηση κι έφυγε και πήγε κι έγινε λαθρέμπορος όπλων στην Αβησσυνία, μακριά από τον κόσμο όπως τον ήξερε;…» ρώτησε ο άλλος.
«Ε, δεν ξέρω, μού φαίνεται λίγο ενδιαφέρον, αλλά, ε, δεν είναι και τόσο μακριά η Αβησσυνία, και….»
«Πείτε μας, τότε, είναι αρκετά μακριά η Κούφια Γη;;;…» Ωπ, αυτοί με αναγνώρισαν!!!
Κλώτσησα τον έναν, έσπρωξα τον άλλον, κι άρχισα να τρέχω.
«Σταμάτα! Νομίζεις δεν θα φτάσει το Δ.Ν.Τ. στην Κούφια Γη;; Παραδόσου!» φώναζαν, και όλοι οι άνθρωποι έβγαιναν έντρομοι στα μπαλκόνια και με έδειχναν με το δάχτυλο τους τσιρίζοντας, όπως στο φινάλε από το παλιό Invasion of the Body Snatchers.
Πίσω από την επόμενη γωνία, με μια δρασκελιά, άνοιξα ένα καπάκι του δρόμου και βρέθηκα κάτω στον υπόνομο.
Γλύτωσα! Εκεί, αμέσως με υποδέχτηκαν αντιστασιακά τα μέλη της «Αδελφότητας των Υπονόμων»…
Λοιπόν, φυγαδεύσαμε και τον Μάρκο και τους άλλους φίλους, και, εκεί κάτω στους υπονόμους, μαζί με όλο το Underground, συνωμοτούμε για την ανατροπή του κατεστημένου της επιφανείας.
Θα τα καταφέρουμε, μάλλον, αλλά, έτσι όπως έχουν αρχίσει όλοι σιγά-σιγά να συνωμοσιολογούν, αναρωτιέμαι αν θα μείνει στο τέλος επιφάνεια και δεν έρθουν όλοι εδώ κάτω, κι εμείς δεν θα έχουμε πού να πάμε…
ΠΗΓΗ